coopération
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
coopération | coopérations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
coopération (fr) θηλυκό
- η συνεργασία, η σύμπραξη
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη coopérer
ενικός | πληθυντικός |
coopération | coopérations |
coopération (fr) θηλυκό