Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cool-headed < cool + headed

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός cool-headed
συγκριτικός more cool-headed
υπερθετικός most cool-headed

cool-headed (en)

  • ψύχραιμος
    a cool-headed driver - ψύχραιμος οδηγός
    One had to be very cool-headed, in order to not return insults.
    Έπρεπε να είναι κανείς πολύ ψύχραιμος, για να μην του ανταποδώσει τις ύβρεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη calm