convertissage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
convertissage | convertissages |
Ουσιαστικό επεξεργασία
convertissage (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη convertir
ενικός | πληθυντικός |
convertissage | convertissages |
convertissage (fr) αρσενικό