Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

converge (en)

  1. συνέρχομαι, συγκεντρώνομαι (για ανθρώπους που συμμετέχουν σε μια συγκέντρωση)
  2. (μαθηματικά) τείνω σε ένα όριο