controller
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- controller < (κληρονομημένο) μέση αγγλική countreroller < αγγλονορμανδική contreroulour. Συγχρονικά αναλύεται σε control + -er
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kənˈtɹəʊlə/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : con‐trol‐ler
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
controller | controllers |
controller (en)
- ελεγκτής (άνθρωπος ή μηχανισμός)