Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
contractor contractors

  Ουσιαστικό επεξεργασία

contractor (en)

  • (επάγγελμα) ο/η εργολάβος, ένα άτομο ή μια εταιρεία που έχει σύμβαση για την εκτέλεση εργασιών ή την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών για μια άλλη εταιρεία
    a building contractor - εργολάβος οικοδόμων

  Πηγές επεξεργασία