contact
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
contact | contacts |
contact (en)
- η επαφή
- ο φακός επαφής
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contact lens
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | contact |
γ΄ ενικό ενεστώτα | contacts |
αόριστος | contacted |
παθητική μετοχή | contacted |
ενεργητική μετοχή | contacting |
contact (en)
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
contact | contacts |
contact (fr) αρσενικό
- η επαφή, η επικοινωνία