Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

constituent (en)

  • συστατικός
  • που αφορά εκλογική περιφέρεια
  • που αφορά την εκλογική περιφέρεια στην οποία εκλέχτηκες ή ψηφίζεις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

constituent (en)