Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
consommation consommations

consommation (fr) θηλυκό

  1. η κατανάλωση
  2. το ποτό που παραγγέλνεται και καταναλώνεται σε νυχτερινό κέντρο

Συγγενικά επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα επεξεργασία