consoante
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- consoante < από το λατινικό consonante
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
consoante | consoantes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
consoante (pt)
- το σύμφωνο της γραμματικής
Επίθετο επεξεργασία
consoante (pt)
- σχετικός με τα σύμφωνα
- ....