Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

considerar (pt) από το λατινικό cοnsiderare

  Ρήμα επεξεργασία

considerar (pt)

  1. εξετάζω
  2. θεωρώ
  3. λαμβάνω υπ' όψη μου
  4. υπολογίζω, ποντάρω σε κάτι, εκτιμώ