Δείτε επίσης: conséquence

Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
consequence consequences

  Ουσιαστικό επεξεργασία

consequence (en)

  • η συνέπεια, το επακόλουθο
    a natural/necessary/logical/unavoidable consequence - φυσικό/αναγκαίο/λογικό/αναπότρεπτο επακόλουθο

  Πηγές επεξεργασία