Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

consciousness (en)

  1. η συνείδηση (κατάσταση κατά την οποία αντιλαμβάνεται κάποιος το περιβάλλον του, λειτουργούν οι αισθήσεις του κλπ.)
    meditation can have an effect on someone's state of consciousness
    ο διαλογισμός μπορεί να έχει επίδραση στην κατάσταση της συνείδησης κάποιου
  2. η συνείδηση (επίγνωση, γνώση ενός γεγονότος ή γνώση κάποιου για τον εαυτού του)
    information that is recalled into consciousness
    πληροφορίες που ανακαλούνται στη συνείδηση
    class consciousness
    ταξική συνείδηση

Εκφράσεις επεξεργασία

  • regain consciousness -- ανακτώ της αισθήσεις μου
  • stream of consciousness -- η αδιάκοπη ροή των σκέψεων του συνειδητού νου

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία