Αγγλικά (en) επεξεργασία

 
Σύνδεσμοι (connectors) στην πίσω πλευρά ενός κουτιού προσωπικού υπολογιστή (PC)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

connector (en)

  1. οτιδήποτε συνδέει δύο συσκευές ή μια συσκευή με το ηλεκτρικό δίκτυο (φις)
  2. δρόμος που συνδέει σε άλλο δρόμο ταχείας κυκλοφορίας
  3. (ηλεκτρονική) σύνδεσμος, ζευκτήρας (ηλεκτρική, ηλεκτρονική επαφή)
    υπώνυμα: Molex connector

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • connector στην αγγλική Βικιπαίδεια