Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

conjugate (en)

  1. η αντιστοιχία, συζυγία με κάτι άλλο
  2. (οργανική χημεία) το σύζευγμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας conjugate
γ΄ ενικό ενεστώτα conjugates
αόριστος conjugated
παθητική μετοχή conjugated
ενεργητική μετοχή conjugating

conjugate (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • decline κλίνω (ονόματα ουσιαστικά ή επίθετα)
  • inflect κλίνω (γενικά)