Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

confusão (pt) < λατινικό confusĭo -ōnis.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

confusão (pt) θηλυκό

  1. η σύγχυση με την έννοια της παρανόησης, της ασάφειας
  2. η σύγχυση