confrère
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
από το μεσαιωνικό λατινικό confrater
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
confrère (fr) αρσενικό (πληθυντικός: confrères)
από το μεσαιωνικό λατινικό confrater
confrère (fr) αρσενικό (πληθυντικός: confrères)