Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
confortique confortiques

  Ουσιαστικό επεξεργασία

confortique (fr) θηλυκό

  • η μελέτη του κομφόρ στα γραφεία των επιχειρήσεων

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη confort