Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

confirmo < cum + firmo

  Ρήμα επεξεργασία

confirmo (la) (cōnfirmō1, cōnfirmāvī, cōnfirmātum, cōnfirmāre)

  1. στηρίζω
  2. επιβεβαιώνω

Κλίση επεξεργασία