conduit
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
conduit | conduits |
Ουσιαστικό επεξεργασία
conduit (fr) αρσενικό
- o σωλήνας ή o αγωγός,το κιούγκι
- (μεταφορικά) το μέσο μέσω του οποίου μεταδίδεται κάτι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη conduire