Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
conduit conduits

  Ουσιαστικό επεξεργασία

conduit (fr) αρσενικό

  1. o σωλήνας ή o αγωγός,το κιούγκι
  2. (μεταφορικά) το μέσο μέσω του οποίου μεταδίδεται κάτι

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη conduire