conditional tense
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
conditional tense | conditional tenses |
Ετυμολογία επεξεργασία
- conditional tense < → δείτε τις λέξεις conditional και tense
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
conditional tense (en)
- (γραμματική) συνώνυμο του conditional mood