Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας condense
γ΄ ενικό ενεστώτα condenses
αόριστος condensed
παθητική μετοχή condensed
ενεργητική μετοχή condensing

  Ρήμα επεξεργασία

condense (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συμπυκνώνω, μετατρέπω αέριο σε υγρό
    Water vapor in the atmosphere, when condensed, turns into rain or snow.
    Οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας όταν συμπυκνωθούν μετατρέπονται σε βροχή ή σε χιόνι.
    condensed gas - συμπυκνωμένο αέριο
  2. (μεταβατικό) συμπυκνώνω, διατυπώνω πολλές πληροφορίες με λίγες λέξεις
    Age-old wisdom is condensed into each proverb.
    Σε κάθε παροιμία συμπυκνώνεται πολύχρονη σοφία.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία