compromission
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɔ̃.pʁɔ.mi.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
compromission | compromissions |
compromission (fr) θηλυκό
- ο συμβιβασμός από συμφέρον ή φόβο
ενικός | πληθυντικός |
compromission | compromissions |
compromission (fr) θηλυκό