Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
complémentarité complémentarités

  Ουσιαστικό επεξεργασία

complémentarité (fr) θηλυκό

  1. συνεργασία
    travailler en complémentarité - συνεργάζομαι