Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
commutation commutations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

commutation (fr) θηλυκό

  1. η μετάθεση
  2. (τεχνολογία) η επικοινωνία ανάμεσα σε δύο σημεία ενός δικτύου

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη commuter