commutation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
commutation | commutations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
commutation (fr) θηλυκό
- η μετάθεση
- (τεχνολογία) η επικοινωνία ανάμεσα σε δύο σημεία ενός δικτύου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη commuter