Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɔ.mik/
 

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
comique comiques

comique (fr) αρσενικό ή θηλυκό