Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

colloco < cum + loco

  Ρήμα επεξεργασία

colloco (la) & conloco (collocō1, collocāvī, collocātum, collocāre)

Κλίση επεξεργασία