coleg
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
coleg (ro) αρσενικό
Κλίση επεξεργασία
κλίση του coleg
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un coleg | colegul | nişte colegi | colegii |
γενική | a unui coleg | colegului | a unor colegi | colegilor |
δοτική | unui coleg | colegului | unor colegi | colegilor |
αιτιατική | un coleg | colegul | nişte colegi | colegii |
κλητική | — | - | — | - |
Εκφράσεις επεξεργασία
- coleg de clasă/școală: συμμαθητής
- coleg de cameră: συγκάτοικος