Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cognition (en)

  1. επίγνωση[1]
  2. γνωστική επιστήμη, μηχανισμός νόησης, αλληλουχίες νόησης, γνωστική λειτουργία, επιστημονικός τομέας ανάλυσης των επιγνωστικών μηχανισμών και διαδικασιών[2]
I study cognition. - Σπουδάζω στο τμήμα Γνωστικής Επιστήμης.



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cognition cognitions

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cognition (fr) θηλυκό

  1. επίγνωση
  2. αντίληψη