claustration
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /klos.tʁɑ.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
claustration | claustrations |
claustration (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
claustration | claustrations |
claustration (fr) θηλυκό