civilulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | civilulo | civiluloj |
αιτιατική | civilulon | civilulojn |
civilulo (eo)
- ο πολίτης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | civilulo | civiluloj |
αιτιατική | civilulon | civilulojn |
civilulo (eo)