Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

circumspection (en)

  • μεγάλη προσοχή στα δεδομένα μιας υπόθεσης ώστε να αποφευχθεί μια αρνητική εξέλιξη·περίσκεψη