cindrujo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cindrujo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cindrujo | cindrujoj |
αιτιατική | cindrujon | cindrujojn |
cindrujo (eo)
- το σταχτοδοχείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cindrujo | cindrujoj |
αιτιατική | cindrujon | cindrujojn |
cindrujo (eo)