cilindro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cilindro | cilindroj |
αιτιατική | cilindron | cilindrojn |
Ετυμολογία επεξεργασία
- cilindro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
cilindro (eo)
Ισπανικά (es) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cilindro | cilindros |
Ουσιαστικό επεξεργασία
cilindro (es) αρσενικό
Ιταλικά (it) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cilindro | cilindri |
Ουσιαστικό επεξεργασία
cilindro (it) αρσενικό
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cilindro | cilindros |
Ουσιαστικό επεξεργασία
cilindro (pt) αρσενικό