chronique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chronique | chroniques |
chronique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
chronique (fr) θηλυκό
- το χρονικό
ενικός | πληθυντικός |
chronique | chroniques |
chronique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
chronique (fr) θηλυκό