choice
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
choice | choices |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
choice (en)
- (μη μετρήσιμο ή μόνο ενικός) η επιλογή, η ικανότητα ή δυνατότητα να διαλέξει
- ↪ They don’t want to accept, but they have no other choice.
- Δε θέλουν να δεχτούν, αλλά δεν έχουν άλλη επιλογή.
- ↪ They don’t want to accept, but they have no other choice.