chirurgie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- chirurgie < (άμεσο δάνειο) λατινική chirurgia < αρχαία ελληνική χειρουργία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chirurgie | chirurgies |
chirurgie (fr) θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- chirurgie - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Τσεχικά (cs) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
chirurgie (cs) θηλυκό