Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
chip chips
 
Chips πατάτας (βρετανικό).
 
Chips πατάτας (αμερικανικό).

  Ουσιαστικό επεξεργασία

chip (en)

  1. μικρό κομματάκι από κάτι μεγαλύτερο
  2. (γαστρονομία) πατατάκι (συνήθως στον πληθυντικό)
    1. (βρετανικό) σε σχήμα λεπτού ορθογώνιου
       συνώνυμα: french fry
    2. (ΗΠΑ) συνήθως σε σχήμα ροδέλας
  3. (ηλεκτρονική) τσιπάκι
     συνώνυμα: integrated circuit, microchip
  4. (παίγνια) μάρκα πονταρίσματος

Παράγωγα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας chip
γ΄ ενικό ενεστώτα chips
αόριστος chipped
παθητική μετοχή chipped
ενεργητική μετοχή chipping

chip (en)

  • κόβω σε μικρά κομματάκια

Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

chip (ro)