chip
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chip | chips |
Ουσιαστικό επεξεργασία
chip (en)
- μικρό κομματάκι από κάτι μεγαλύτερο
- (γαστρονομία) πατατάκι (συνήθως στον πληθυντικό)
- (ηλεκτρονική) τσιπάκι
- (παίγνια) μάρκα πονταρίσματος
Παράγωγα επεξεργασία
- (πληροφορική) chipset
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | chip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chips |
αόριστος | chipped |
παθητική μετοχή | chipped |
ενεργητική μετοχή | chipping |
chip (en)
- κόβω σε μικρά κομματάκια
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
chip (ro)