chilly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | chilly |
συγκριτικός | chillier |
υπερθετικός | chilliest |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
chilly (en)
- ψυχρός, που κρυώνει τόσο ώστε να αρχίζει να τρέμει
- ψυχρός, εχθρικός
- ↪ a chilly reception/welcome - ψυχρή υποδοχή