Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

chez-toi < chez + toi

  Ουσιαστικό επεξεργασία

chez-toi (fr) αρσενικό άκλιτο

  • (με συναισθηματική έννοια) το σπίτι σου