cherté
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cherté | chertés |
Ουσιαστικό επεξεργασία
cherté (fr) θηλυκό
- η ακρίβεια, η μεγάλη τιμή ενός εμπορεύματος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη cher
ενικός | πληθυντικός |
cherté | chertés |
cherté (fr) θηλυκό