chemisette
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- chemisette < υποκοριστικό του chemise
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chemisette | chemisettes |
chemisette (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) ένδυμα που φοριόταν πάνω από το πουκάμισο
- (παρωχημένο) είδος κορσέ
- κοντομάνικο πουκάμισο