Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

chemisette < υποκοριστικό του chemise

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
chemisette chemisettes

chemisette (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) ένδυμα που φοριόταν πάνω από το πουκάμισο
  2. (παρωχημένο) είδος κορσέ
  3. κοντομάνικο πουκάμισο