chemineau
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- chemineau < chemin
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chemineau | chemineaux |
chemineau (fr) αρσενικό
- αυτός που γυρίζει στις γειτονιές αλητεύοντας, που ασχολείται με μικροδουλειές ή ζητιανεύει