Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

charronerie < charron

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʃa.ʁɔn.ʁi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
charronerie charroneries

charronerie (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία