charger
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
charger | chargers |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
charger (en)
- ο φορτιστής
- ↪ phone charger - φορτιστής κινητού
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
charger (fr)