changeset
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tʃeɪndʒsɛt/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
changeset | changesets |
changeset (en)
- (πληροφορική) ομαδοποίηση μεταβολών, οι οποίες συνιστούν μία αναθεώρηση (revision) στον έλεγχο πηγαίου κώδικα (source control) και χρησιμεύουν στην ταυτοποίηση του χρήστη που τις δημιούργησε ή και στην ακύρωσή τους αν είναι λανθασμένες
Δείτε επίσης επεξεργασία
- changeset στην αγγλική Βικιπαίδεια