chanceux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chanceux | chanceux |
θηλυκό | chanceuse | chanceuses |
Επίθετο επεξεργασία
chanceux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | chanceux | chanceux |
θηλυκό | chanceuse | chanceuses |
chanceux (fr)