Αγγλικά (en) επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

chalice (en)

  1. κύπελλο πόσεως για επίσημες περιστάσεις
  2. δισκοπότηρο

Συνώνυμα επεξεργασία