centrum
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- centrum < αρχαία ελληνική κέντρον < κεντέω / κεντῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱent-
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
centrum ουδέτερο
επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | centrum | centra |
γενική | centrī | centrōrum |
δοτική | centrō | centrīs |
αιτιατική | centrum | centra |
κλητική | centrum | centra |
αφαιρετική | centrō | centrīs |