celrigardilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | celrigardilo | celrigardiloj |
αιτιατική | celrigardilon | celrigardilojn |
celrigardilo (eo)
- το στόχαστρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | celrigardilo | celrigardiloj |
αιτιατική | celrigardilon | celrigardilojn |
celrigardilo (eo)